ItalianoGreco


tavernière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [taverˈnjɛre]

1 οινομάγειρος
2 οινοπώλης
3 θαμώνας ταβέρνας
4 ταβερνιάρης
5 κάπελας
6 κάπηλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z