ItalianoGreco


tempàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [temˈpatʧo]

1 κακός καιρός
2 βρομόκαιρος
3 παλιόκαιρος
4 βροχερός ή άστατος καιρός
5 διαβολόκαιρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---