ItalianoGreco


temperaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [temperaˈmento]

1 διευθέτηση
2 σκαρί
3 διάθεση
4 φυσικό
5 χαρακτήρας
6 μετριασμός
7 κράση
8 ιδιοσυγκρασία
9 ταμπεραμέντο
10 συμβιβασμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---