tempestàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [tempesˈtato]
1 σμαλτωμένος
2 χτυπημένος από καταιγίδα
3 σαρωμένος από θύελλα
4 χτυπημένος
5 ολοστόλιστος
6 καταστόλιστος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [tempesˈtato]
1 σμαλτωμένος
2 χτυπημένος από καταιγίδα
3 σαρωμένος από θύελλα
4 χτυπημένος
5 ολοστόλιστος
6 καταστόλιστος
permalink
tempestato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android