ItalianoGreco


tempìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [temˈpista]

1 άνθρωπος με καλή αίσθηση της σωστής χρονικής στιγμής
2 εργαζόμενος στο κράτημα χρόνων εργαζομένων
3 καλός μουσικός στο κράτημα του χρόνου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---