ItalianoGreco


temporalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [temporaliˈta]

1 εκκλησιαστικά έσοδα
2 εκκλησιαστική περιουσία
3 επικαιρότητα
4 προσωρινότητα
5 εγκοσμιότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---