ItalianoGreco


tempràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [temˈprato]

1 που έχει υποστεί επεξεργασία αύξησης σκληρότητας (για μέταλλο)
2 χαλυβδωμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---