tenàce
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [teˈnaʧe]
1 έμμονος
2 ανένδοτος
3 πεισματάρης
4 δυνατός
5 ισχυρός (για μνημονικό)
6 επίμονος
7 σκληρός (για πράγμα)
8 αποφασιστικός
9 ακλόνητος
10 ανεπηρέαστος σε κρίση
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [teˈnaʧe]
1 έμμονος
2 ανένδοτος
3 πεισματάρης
4 δυνατός
5 ισχυρός (για μνημονικό)
6 επίμονος
7 σκληρός (για πράγμα)
8 αποφασιστικός
9 ακλόνητος
10 ανεπηρέαστος σε κρίση
permalink
tenace (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android