ItalianoGreco


tergiversazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [terʤiversatˈtsjone]

1 πρόφαση
2 κατσαμάκι
3 πρόσχημα
4 ελιγμός
5 υπεκφυγή
6 επιτήδεια αποφυγή
7 ξεγλίστρημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---