ItalianoGreco


tirànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [tiˈrante]

1 συνδετικός αξονίσκος
2 ξύλο ή σίδερο ή κάβος τραβήγματος βάρκας ή κάτι άλλου πλωτού μέσου
3 το κύριο δοκάρι του καβαλέτου
4 μπράτσο συνένωσης
5 τράβηγμα καπνοδόχου
6 γλώσσα παπουτσιού
7 συνδετική ράβδος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---