tirocinànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [tiroʧiˈnante]
1 κάλφας
2 δόκιμος τεχνίτης
3 μαθητευόμενος
4 κοπέλι
5 παραγιός
6 τσιράκι
7 μαστορόπουλο
tirocinànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [tiroʧiˈnante]
1 εκπαιδευτικός
2 επιμορφωτικός
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [tiroʧiˈnante]
1 κάλφας
2 δόκιμος τεχνίτης
3 μαθητευόμενος
4 κοπέλι
5 παραγιός
6 τσιράκι
7 μαστορόπουλο
tirocinànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [tiroʧiˈnante]
1 εκπαιδευτικός
2 επιμορφωτικός
permalink
tirocinante (ουσ αρσ και θηλ.)
tirocinante (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android