ItalianoGreco


tirocìnio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tiroˈʧinjo]

1 εκπαίδευση γιατρού σε νοσοκομείο
2 απόκτηση ειδικότητας
3 δοκιμασία
4 μαθητεία
5 χρόνος σπουδής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---