ItalianoGreco


titubànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tituˈbante]

1 αναποφάσιστος
2 άβουλος
3 άτολμος
4 διστακτικός
5 αμφιταλαντευόμενος
6 αμφίρροπος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z