ItalianoGreco


titubànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tituˈbantsa]

1 αβουλία
2 διστακτικότητα
3 δισταγμός
4 αναποφασιστικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---