ItalianoGreco


tòpico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔpiko]

1 εφαρμοζόμενος τοπικά
2 τοπικός
3 αποτελούμενος από θέματα ή επιχειρήματα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z