ItalianoGreco


tormentóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tormenˈtoso], [tormenˈtozo]

1 οχληρός
2 επαχθής
3 επώδυνος
4 οδυνηρός
5 τυραννικός
6 βασανιστικός
7 δεσποτικός
8 ενοχλητικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z