ItalianoGreco


trafìla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [traˈfila]

1 τρυπητή πλάκα εφελκυσμού συρμάτων
2 επαναλαμβανόμενη διαδικασία
3 ρουτίνα
4 διεξαγωγή ενέργειας
5 διαδικασία
6 τρυπητό (για λάστιχο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---