trafìla
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [traˈfila]
1 τρυπητή πλάκα εφελκυσμού συρμάτων
2 επαναλαμβανόμενη διαδικασία
3 ρουτίνα
4 διεξαγωγή ενέργειας
5 διαδικασία
6 τρυπητό (για λάστιχο)
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [traˈfila]
1 τρυπητή πλάκα εφελκυσμού συρμάτων
2 επαναλαμβανόμενη διαδικασία
3 ρουτίνα
4 διεξαγωγή ενέργειας
5 διαδικασία
6 τρυπητό (για λάστιχο)
permalink
trafila (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android