transazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [transatˈtsjone]
1 συμφιλίωση
2 δοσοληψία
3 αγοραπωλησία
4 διακανονισμός
5 τακτοποίηση
6 διευθέτηση
7 συμβιβασμός
8 συνδιαλλαγή
9 αλισβερίσι
10 συναλλαγή
11 ληψοδοσία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [transatˈtsjone]
1 συμφιλίωση
2 δοσοληψία
3 αγοραπωλησία
4 διακανονισμός
5 τακτοποίηση
6 διευθέτηση
7 συμβιβασμός
8 συνδιαλλαγή
9 αλισβερίσι
10 συναλλαγή
11 ληψοδοσία
permalink
transazione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android