ItalianoGreco


transessuàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [transessuˈale]

1 άνθρωπος με χαρακτήρες σεξ άλλου φύλου
2 εγχειρισμένος ή εγχειρισμένη με αλλαγή φύλου

transessuàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [transessuˈale]

με χαρακτήρες σεξ άλλου φύλου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---