travétto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [traˈvetto]
1 καδρόνι σκεπής
2 πάτερο
3 πατόξυλο
4 δοκάρι υποστήριξης στέγης
5 μαδέρι
6 υποστήριγμα πατώματος
7 δοκάρι
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [traˈvetto]
1 καδρόνι σκεπής
2 πάτερο
3 πατόξυλο
4 δοκάρι υποστήριξης στέγης
5 μαδέρι
6 υποστήριγμα πατώματος
7 δοκάρι
permalink
travetto (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android