ItalianoGreco


trionfalìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trionfaˈlista]

1 πιστός της θριαμβευτικής πίστης σε θρησκευτικές ή άλλες αρχές
2 οπαδός πολιτικής θριαμβολογίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---