ItalianoGreco


trionfànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [trionˈfante]

1 επινίκιος
2 θριαμβικός
3 ενθουσιώδης
4 τροπαιοφόρος
5 θριαμβευτικός
6 νικητήριος
7 τροπαιούχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---