ItalianoGreco


tristìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trisˈtittsja]

1 καημός
2 θλίψη
3 άχθος
4 ζόφος
5 κατήφεια
6 δυστυχία
7 κακοήθεια
8 έκλυση
9 διαστροφή
10 άλγος
11 λύπη
12 προστυχιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z