ItalianoGreco


tuffatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [tuffaˈtore]

1 αεροσκάφος τύπου στούκας
2 δύτης
3 βουτηχτής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---