ItalianoGreco


tuffétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tufˈfetto]

1 μικρά κολυμβίς
2 πυγόπους ο ερυθρόλαιμος
3 ποδίλυμπος ο ποδίκεψ Podicipes ruficollis
4 καραμπατάκι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---