tumùlto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [tuˈmulto]
1 ανασκάλευση
2 ανακάτωμα
3 ανακατωσούρα
4 επανάσταση
5 εξέγερση
6 ανταρσία
7 οχλοβοή
8 διαταραχή
9 αναστάτωση
10 αναβρασμός
11 αναταραχή
12 σάλος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [tuˈmulto]
1 ανασκάλευση
2 ανακάτωμα
3 ανακατωσούρα
4 επανάσταση
5 εξέγερση
6 ανταρσία
7 οχλοβοή
8 διαταραχή
9 αναστάτωση
10 αναβρασμός
11 αναταραχή
12 σάλος
permalink
tumulto (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android