tumultuànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [tumultuˈante]
1 ταραξίας
2 στασιαστής
tumultuànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [tumultuˈante]
1 ταραχώδης
2 στασιαστικός
3 επαναστατικός
4 σαματατζίδικος
5 θορυβώδης
6 θυελλώδης
7 πολυτάραχος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [tumultuˈante]
1 ταραξίας
2 στασιαστής
tumultuànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [tumultuˈante]
1 ταραχώδης
2 στασιαστικός
3 επαναστατικός
4 σαματατζίδικος
5 θορυβώδης
6 θυελλώδης
7 πολυτάραχος
permalink
tumultuante (ουσ αρσ και θηλ.)
tumultuante (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android