ItalianoGreco


tutèla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tuˈtɛla]

1 κηδεμονία
2 επιτήρηση
3 κηδεμονία ανηλίκου
4 εποπτεία
5 προστασία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---