ItalianoGreco


tutelàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tuteˈlare]

1 κηδεμονεύων
2 εποπτεύων
3 ο του κηδεμόνα

tutelàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tuteˈlare]

1 προστατεύω
2 υπερασπίζω

tutelarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [tuteˈlarsi]

1 παίρνω προληπτικά μέτρα
2 προστατεύομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---