uccisióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [utʧiˈzjone]
1 εκτέλεση
2 καθάρισμα
3 θανάτωση
4 σκοτωμός
5 φονικό
6 σκότωμα
7 μακελειό
8 φόνος
9 ανθρωποκτονία
10 αιματοχυσία
11 ανθρωποθυσία
12 ανθρωποσφαγή
13 σφαγιασμός
14 αποτελειωτική βολή
15 ματοκύλισμα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [utʧiˈzjone]
1 εκτέλεση
2 καθάρισμα
3 θανάτωση
4 σκοτωμός
5 φονικό
6 σκότωμα
7 μακελειό
8 φόνος
9 ανθρωποκτονία
10 αιματοχυσία
11 ανθρωποθυσία
12 ανθρωποσφαγή
13 σφαγιασμός
14 αποτελειωτική βολή
15 ματοκύλισμα
permalink
uccisione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android