udiènza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [uˈdjɛntsa]
1 συνεδρίαση δικαστηρίου
2 συνομιλία
3 προκαταρκτική εξέταση
4 εκδίκαση
5 ιντερβιού
6 δέξιμο για άκουσμα αιτήματος
7 ακρόαση
8 προκαθορισμένη συνάντηση
9 συνέντευξη
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [uˈdjɛntsa]
1 συνεδρίαση δικαστηρίου
2 συνομιλία
3 προκαταρκτική εξέταση
4 εκδίκαση
5 ιντερβιού
6 δέξιμο για άκουσμα αιτήματος
7 ακρόαση
8 προκαθορισμένη συνάντηση
9 συνέντευξη
permalink
udienza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android