ItalianoGreco


ùnghia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈungja]

το νύχι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lima [θηλ.] per unghie = η λίμα νυχιών || unghia [θηλ.] incarnita = το νύχι που μπήκε στο χρέας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---