ItalianoGreco


unghiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ungjaˈtura]

1 φαλτσογωνιά
2 λοξοτομή
3 εγκοπή ανοίγματος ρολογιού
4 γλωσσίτσα
5 τμήμα ευρετηρίου βιβλίου με αρχικά γράμματα (όπως στα λεξικά)
6 νυχιά
7 γλωσσίδι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---