ItalianoGreco


untuosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [untuosiˈta]

1 υποκρισία σε τρόπους ή γλώσσα
2 υποκριτική επίδειξη ζήλου
3 μειλιχιότητα υποκριτική
4 λιπαρότητα
5 λίγδα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---