untuosità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [untuosiˈta]
1 υποκρισία σε τρόπους ή γλώσσα
2 υποκριτική επίδειξη ζήλου
3 μειλιχιότητα υποκριτική
4 λιπαρότητα
5 λίγδα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [untuosiˈta]
1 υποκρισία σε τρόπους ή γλώσσα
2 υποκριτική επίδειξη ζήλου
3 μειλιχιότητα υποκριτική
4 λιπαρότητα
5 λίγδα
permalink
untuosità (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android