ItalianoGreco


urbàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [urˈbano]

αστικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


degrado [αρσ.] urbano = το πολιτισμική υποβάθμιση



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z