ItalianoGreco


urbinàte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [urbiˈnate]

κάτοικος του Ουρμπίνο

urbinàte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [urbiˈnate]

ο του Ουρμπίνο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z