ItalianoGreco


ùva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈuva]

το σταφύλι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


grappolo [αρσ.] d'uva = το τσαμπί σταφύλι || uva [θηλ.] passa = η σταφίδα || uva [θηλ.] sultanina = η κορινθιακή σταφίδα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z