ItalianoGreco


ùvea  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈuvea]

1 χοριοειδής χιτώνας
2 πρόσθιο τμήμα ίριδας
3 ραγοειδής ή αγγειώδης χιτώνας οφθαλμού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---