ItalianoGreco


vampìro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vamˈpiro]

1 τοκογλύφος
2 αγιογδύτης
3 εκμεταλλευτής
4 βρικόλακας
5 εκμεταλλευτής
6 νυχτερίδα γένους desmodus


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---