ItalianoGreco


vandeàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vandeˈano]

κάτοικος της Βεντέας (περιοχή της Γαλλίας νότια της Βρετάνης)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---