ItalianoGreco


variàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vaˈrjato]

1 μεταβληθείς
2 αλλαγμένος
3 διαφορετικός
4 διαφοροποιημένος
5 μεταλλαγμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z