ItalianoGreco


velleitàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [velleiˈtarjo]

ελπίζων στοχαστής

velleitàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [velleiˈtarjo]

1 μεγαλομανής
2 μεγαλεπήβολος
3 υπερβολικά φιλόδοξος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---