ItalianoGreco


vìtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvitto]

η τροφή


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


vitto [αρσ.] e alloggio [αρσ.] = διατροφή και διαμονή, τροφή και στέγη



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z