ItalianoGreco


vìvido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈvivido]

1 ζωηρός
2 σφριγηλός
3 παραστατικός
4 ζωηρόχρωμος
5 λαμπρός
6 ζωντανός
7 έντονος
8 δραστήριος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z