ItalianoGreco


zappatèrra  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,tsappaˈtɛrra]

1 χωριάτης
2 άξεστος
3 αγροίκος
4 εργάτης σε αγρόκτημα
5 αγρότης
6 απότομος
7 εργάτης αγροτικής δουλειάς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---