Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zécca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtsekka]

1 zoologia το τσιμπούρι
2 numismatica το νομισματοσκοπείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zebù zecchinetta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nuovo di zecca = ολοκαίνουργιος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zazzeruto (επίθ.)
zebra (θηλ.ουσ)
zebrato (επίθ.)
zebratura (θηλ.ουσ)
zebù (ουσ αρσ )
zecca (θηλ.ουσ)
zecchinetta (θηλ.ουσ)
zecchino (ουσ αρσ )
zeccola (θηλ.ουσ)
zeccolo (ουσ αρσ )
zeffiro (ουσ αρσ )
zefir (ουσ αρσ )
zefiro (ουσ αρσ )
Zelanda (κύρ.όν. θηλ.)
zelante (ουσ αρσ και θηλ.)
zelante (επίθ.)
zelantemente (επίρ.)
zelanteria (θηλ.ουσ)
zelatore (ουσ αρσ )
zelo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---