Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zèlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdzɛlo]

1 προθυμία
2 θέρμη
3 ζήλος
4 ζέση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zelatore zelota  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zelante (ουσ αρσ και θηλ.)
zelante (επίθ.)
zelantemente (επίρ.)
zelanteria (θηλ.ουσ)
zelatore (ουσ αρσ )
zelo (ουσ αρσ )
zelota (ουσ αρσ και θηλ.)
zen (αρσ. επίθ και ουσ)
zendado (ουσ αρσ )
zenit (ουσ αρσ )
zenitale (επίθ.)
zenzero (ουσ αρσ )
zeolite (θηλ.ουσ)
zeolitico (επίθ.)
zeolitizzazione (θηλ.ουσ)
zeppa (θηλ.ουσ)
zeppelin (ουσ αρσ )
zeppo (ουσ αρσ )
zeppo (επίθ.)
zerbino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---