Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zibétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dziˈbetto]

1 ζώο Viverra zibetha
2 μόσχος αρωματοποιίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zibellino zibibbo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Zeus (ουσ αρσ )
zeuzera (θηλ.ουσ)
zia (θηλ.ουσ)
zibaldone (ουσ αρσ )
zibellino (ουσ αρσ )
zibetto (ουσ αρσ )
zibibbo (ουσ αρσ )
zietta (θηλ.ουσ)
zifio (ουσ αρσ )
zigano (ουσ αρσ )
zigano (επίθ.)
zigodattilo (επίθ.)
zigolo (ουσ αρσ )
zigomatico (επίθ.)
zigomo (ουσ αρσ )
zigomorfo (επίθ.)
zigosi (θηλ.ουσ)
zigote (ουσ αρσ )
zigotico (επίθ.)
zigrinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---