ItalianoGreco


zigàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tsiˈgano]

1 τσιγγάνος
2 αθίγγανος
3 ατσίγγανος
4 γύφτος

zigàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tsiˈgano]

1 γύφτικος
2 τσιγγάνικος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---