Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzimàrra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dziˈmarra] 1 μακρύς επενδύτης 2 μακριά ρόμπα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |